- ἐθνικούς
- ἐθνικόςnationalmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… … Dictionary of Greek
κεφαλοφίνες — Υποοικογένεια θηλαστικών της οικογένειας των βοοειδών. Το μήκος τους είναι περίπου 70 εκ., ενώ το βάρος τους κυμαίνεται μεταξύ 6 14 κιλών. Το χρώμα τους είναι κόκκινο της σκουριάς ή σκούρο καφέ, με μια χαρακτηριστική γκρίζο μπλε λωρίδα κατά μήκος … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Ιουδαιοχριστιανοί — Ονομασία που δόθηκε στους χριστιανούς, ιουδαϊκής καταγωγής, ιδιαίτερα των κοινοτήτων της Ιερουσαλήμ και της Παλαιστίνης, που άκμασαν κατά τις πρώτες δεκαετίες της χριστιανικής περιόδου, ύστερα όμως απομονώθηκαν και κατά τον 2o αι. διασκορπίστηκαν … Dictionary of Greek
αλισγώ — ἀλισγῶ ( έω) (Α) μιαίνω με απαγορευμένη τροφή, μολύνω παθ. ἀλισγοῡμαι μολύνομαι συντρώγοντας με εθνικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμό άγνωστης ετυμολογικής προελεύσεως. Κατά μια άποψη το ρήμα είναι πιθ. να προήλθε από συμφυρμό τού ρ. ἀλίνω*… … Dictionary of Greek
ανθρωπολατρία — Η λατρεία του ανθρώπου ως θεού, συνηθισμένο φαινόμενο στους πρωτόγονους λαούς. Η α. διατηρήθηκε μέχρι τα μεσαιωνικά χρόνια με τη μορφή λατρείας των αυτοκρατόρων και έως τις ημέρες μας δεν έχει εξαλειφθεί τελείως από ορισμένους λαούς. Οι… … Dictionary of Greek
αρχισυνάγωγος — Ο προϊστάμενος της εβραϊκής συναγωγής. Στη δικαιοδοσία του α. ανήκε η εκλογή εκείνων που διάβαζαν στη συναγωγή, το Σαββάτο και τις εορτές, τις περικοπές της Βίβλου, απάγγελλαν τις προσευχές και κήρυτταν. Ο α. φρόντιζε επίσης για τα σχετικά με τη… … Dictionary of Greek